- αμάρτυρος
- -η, -οπου δε μαρτυρείται, δεν είναι βεβαιωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀμάρτυρος — without witness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάρτυρος — η, ο (AM ἀμάρτυρος, ον) [μάρτυς] αυτός που δεν αποδεικνύεται με μαρτυρίες, ο δίχως μάρτυρες ή μαρτυρίες νεοελλ. λέγεται για λέξεις ή τύπους που δεν απαντούν σε αρχαίο κείμενο, αλλά υπάρχουν υποθετικά … Dictionary of Greek
ἀμαρτύρως — ἀμάρτυρος without witness adverbial ἀμάρτυρος without witness masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάρτυρον — ἀμάρτυρος without witness masc/fem acc sg ἀμάρτυρος without witness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρτύροις — ἀμάρτυρος without witness masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρτύρου — ἀμάρτυρος without witness masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρτύρους — ἀμάρτυρος without witness masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρτύρων — ἀμάρτυρος without witness masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμαρτύρῳ — ἀμάρτυρος without witness masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάρτυρα — ἀμάρτυρος without witness neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)